- πτηνοτροφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην πτηνοτροφία: Πτηνοτροφικός συνεταιρισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πτηνοτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτηνοτροφία («πτηνοτροφική εγκατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ορνιθοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθοτροφία, πτηνοτροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek